- ἀμφιβώμιος
- ἀμφιβώμιος, ον,A at the altar, E.Tr.562.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιβώμιος — ἀμφιβώμιος, ιον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βώμιος < βωμός] … Dictionary of Greek
ἀμφιβωμίοις — ἀμφιβώμιος at the altar masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβώμιοι — ἀμφιβώμιος at the altar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek